χειροκοπεῖν

χειροκοπεῖν
χειροκοπέω
cut off the hand of
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειροκοπώ — έω, Α [χειροκόπος] 1. κόβω τα χέρια κάποιου («τοὺς συμμαχοῡντας τοῑς Φοίνιξι χειροκοπεῑν», Διόδ.) 2. (καταχρ.) τρίβω με το χέρι, μαλάσσω («χειροκοπεῑν τὸ αἰδοῑον», Αρτεμίδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”